Λιγυστική

Λιγυστική
Λίγυς
bastard lovage
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Λιγυστικός
bastard lovage
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λιγυστικῇ — Λίγυς bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) Λιγυστικός bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιγυστικῆι — Λιγυστικῇ , Λίγυς bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) Λιγυστικῇ , Λιγυστικός bastard lovage fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛИГУРИЯ —    • Liguria, Ligures,          Λίγυες, позже также Λιγυστινοί. Это было древнее, весьма распространенное племя, жившее на южном побережье Галлии и в соседней части Италии, между приморскими Альпами и Апеннинами, от Массилии до Пизы. Вероятнее… …   Реальный словарь классических древностей

  • αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… …   Dictionary of Greek

  • λιγυστικός — ή, ό (Α λιγυστικός, ή, όν) [Λίγυς] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιγυρία 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Λιγυστική η Λιγυρία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιγυστικόν είδος φυτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”